lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατάλοιπο στα ουκρανικά

Λέξη:
κατάλοιπο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (28):
баланс, балансовий, видача, відпочивати, відпочинок, відпочити, відправлення, доставка, залишок, збалансованість, здавання, здача, каблук, ознака, остача, остачу, перерва, поставка, постачання, поступливий, поступливість, решта, рештка, рештку, решту, сальдо, слід, статок
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κατάλοιπο, κατάλοιπο του solow, κατάλοιπο συνώνυμο, κατάλοιπο στα αγγλικά, κατάλοιπο εξουσίας, κατάλοιπο solow, κατάλοιπο στα ουκρανικά, баланс στα ελληνικά
κατάλοιπο στα ουκρανικά