lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κλειδαριά στα ουκρανικά

Λέξη:
κλειδαριά (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
близький, близько, вимкнути, завершення, закривати, закрити, закриття, замикати, замкнути, замок, запирати, запор, зачинення, зачинити, зачиняти, зупинка, розпуск, розірвання
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κλειδαριά, κλειδαριά τιμονιού, κλειδαριά ποδηλάτου, κλειδαριά μεσόπορτας, κλειδαριά κυλίνδρου, κλειδαριά καμαρόπορτας, κλειδαριά στα ουκρανικά, близький στα ελληνικά
κλειδαριά στα ουκρανικά