lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κοιλότητα στα ουκρανικά

Λέξη:
κοιλότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (22):
валіза, впадина, дупло, заглибина, заглиблення, западина, камера, кишенька, кишеньковий, кишеня, мішок, нора, палата, порожнина, привласнити, привласнювати, сумка, торба, торбина, фартух, шахта, яма
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κοιλότητα, υπεζωκοτική κοιλότητα, στοματική κοιλότητα, ρινική κοιλότητα, περιτοναϊκή κοιλότητα, κοιλότητα του υπεζωκότα, κοιλότητα στα ουκρανικά, валіза στα ελληνικά
κοιλότητα στα ουκρανικά