lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυνήγι στα ουκρανικά

Λέξη:
κυνήγι (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
апетит, готовність, мисливство, охота, переслідувати, полювання, пошук, спорт, спортивний, стрілянина, хіть
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κυνήγι, κυνήγι χαμένου θησαυρού, κυνήγι πέρδικας, κυνήγι μπεκάτσας, κυνήγι λαγού, κυνήγι θησαυρού ρέθυμνο 2014, κυνήγι στα ουκρανικά, апетит στα ελληνικά
κυνήγι στα ουκρανικά