lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μίσθωση στα ουκρανικά

Λέξη:
μίσθωση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (26):
брати, везти, взяти, возити, віднести, відносити, візьміть, забирати, забрати, захоплювати, здавати, набувати, набути, наймання, найми, окупація, оренда, орендувати, придбати, приймати, прийняти, провести, проводити, сфотографувати, узяти, фотографувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μίσθωση, μίσθωση παραθεριστικής κατοικίας, μίσθωση ξενοδοχείου, μίσθωση λατομείου, μίσθωση κατοικίας καταγγελία, μίσθωση κατοικίας, μίσθωση στα ουκρανικά, брати στα ελληνικά
μίσθωση στα ουκρανικά