lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μητέρα στα ουκρανικά

Λέξη:
μητέρα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
дама, жінка, леді, мати, матір, пані
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μητέρα, μητέρα φάλαινα τυφλή, μητέρα τερέζα, μητέρα παίδων, μητέρα μυρτώς, μητέρα μεγαλόψυχη στίχοι, μητέρα στα ουκρανικά, дама στα ελληνικά
μητέρα στα ουκρανικά