lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μητέρα στα δανική

Λέξη:
μητέρα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
moder, mor, gudmor
Σχετικές λέξεις:
δανική μητέρα, μητέρα φάλαινα τυφλή, μητέρα τερέζα, μητέρα παίδων, μητέρα μυρτώς, μητέρα μεγαλόψυχη στίχοι, μητέρα στα δανική, moder στα ελληνικά
μητέρα στα δανική