lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πάτωμα στα ουκρανικά

Λέξη:
πάτωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
багно, бруд, долівка, долівку, земля, лан, мергель, мотив, міст, настил, поле, полом, підлога, підстава, піл, рід, суша, територія, тротуар, ґрунт
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πάτωμα, πάτωμα τσανακλίδου, πάτωμα τάνια τσανακλίδου στιχοι, πάτωμα τάνια τσανακλίδου, πάτωμα στίχοι, πάτωμα εξωτερικού χώρου-deck, πάτωμα στα ουκρανικά, багно στα ελληνικά
πάτωμα στα ουκρανικά