lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πάτωμα στα πορτογαλικά

Λέξη:
πάτωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
assoalho, aterrar, campo, causa, chão, desembarcar, motivo, mundo, pavimento, piso, sexualidade, soalho, solo, sue-lo, terra, terreno
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πάτωμα, πάτωμα τσανακλίδου, πάτωμα τάνια τσανακλίδου στιχοι, πάτωμα τάνια τσανακλίδου, πάτωμα στίχοι, πάτωμα εξωτερικού χώρου-deck, πάτωμα στα πορτογαλικά, assoalho στα ελληνικά
πάτωμα στα πορτογαλικά