lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περπατώ στα ουκρανικά

Λέξη:
περπατώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (27):
виховати, виховувати, виходити, відбуватися, відбутися, відвідати, відвідувати, відновити, відновлювати, далі, діяти, діятися, заохотити, заохотьте, заохочувати, переходити, поновити, поновлювати, поновляти, продовжтеся, продовжувати, просуватися, спускатися, спуститися, спустіться, ходити, чинитися
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά περπατώ, περπατώ στο δάσος, περπατώ περπατώ μεσ την πολη, περπατώ περπατώ μες το δασος zouzounia, περπατώ περπατώ μες το δασος, περπατώ περπατώ εισ το δάσοσ όταν ο λύκοσ δεν είναι εδώ, περπατώ στα ουκρανικά, виховати στα ελληνικά
περπατώ στα ουκρανικά