lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περπατώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
περπατώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (15):
acompanhar, acudir, andar, atravessar, caminhar, cruzar, descender, descer, funcionar, ir, marchar, passar, seguir, suceder, vagar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά περπατώ, περπατώ στο δάσος, περπατώ περπατώ μεσ την πολη, περπατώ περπατώ μες το δασος zouzounia, περπατώ περπατώ μες το δασος, περπατώ περπατώ εισ το δάσοσ όταν ο λύκοσ δεν είναι εδώ, περπατώ στα πορτογαλικά, acompanhar στα ελληνικά
περπατώ στα πορτογαλικά