lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σπηλιά στα ουκρανικά

Λέξη:
σπηλιά (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
грот, запалий, каверна, печера, порожнеча, порожнина, порожній, склепіння
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σπηλιά, σπηλιά του πλάτωνα, σπηλιά του νταβέλη, σπηλιά του κύκλωπα, σπηλιά του δράκου, σπηλιά του γάκη, σπηλιά στα ουκρανικά, грот στα ελληνικά
σπηλιά στα ουκρανικά