lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όφελος στα γερμανικά

Λέξη:
όφελος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
freiheit, gewinn, interesse, nutzen, privileg, segen, verdienst, vorratskammern, vorrecht, vorteil, vorzugsrecht, wohltat
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά όφελος, όφελος όφελος, όφελος ωφελώ, όφελος συνώνυμα, όφελος κλίση, όφελος και όφελος, όφελος στα γερμανικά, freiheit στα ελληνικά
όφελος στα γερμανικά