lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνετός στα ουκρανικά

Λέξη:
συνετός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
далекозорий, довгоголовий, завбачливий, навмисний, обачливий, обачний, обережний, передбачення, передбачливий, розважливий, розважний, розсудливий, своєчасний, скромний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά συνετός, χρυσόστομοσ συνετόσ, συνετός συνώνυμο, συνετός συνώνυμα, συνετός παθολόγος, συνετός διονύσιος, συνετός στα ουκρανικά, далекозорий στα ελληνικά
συνετός στα ουκρανικά