lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνετός στα πορτογαλικά

Λέξη:
συνετός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (15):
ajuizado, astuto, cauteloso, cauto, circunspecto, considerado, discreto, judicioso, prevenido, prudente, recatado, reflexivo, sagaz, sensato, sábio
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά συνετός, χρυσόστομοσ συνετόσ, συνετός συνώνυμο, συνετός συνώνυμα, συνετός παθολόγος, συνετός διονύσιος, συνετός στα πορτογαλικά, ajuizado στα ελληνικά
συνετός στα πορτογαλικά