lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συννεφιασμένος στα ουκρανικά

Λέξη:
συννεφιασμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 14)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
блідий, брудний, глянсуватий, забруднений, зблідлий, каламутний, мутний, скловидний, смутний, сумний, сумувати, тьмяний, хмарний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά συννεφιασμένος, συννεφιασμένος στα ουκρανικά, блідий στα ελληνικά
συννεφιασμένος στα ουκρανικά