lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ταξιδιώτης στα ουκρανικά

Λέξη:
ταξιδιώτης (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
бушмен, мандрівник, турист, пасажир
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ταξιδιώτης, ταξιδιώτης του χρόνου ο σταλόνε, ταξιδιώτης του χρόνου, ταξιδιώτης του παντός στιχοι, ταξιδιώτης του παντός, ταξιδιώτης του ονείρου, ταξιδιώτης στα ουκρανικά, бушмен στα ελληνικά
ταξιδιώτης στα ουκρανικά