lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ταξιδιώτης στα ρωσικά

Λέξη:
ταξιδιώτης (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (6):
коммивояжер, коммивояжёр, путешественник, путник, дорожный, пассажир
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ταξιδιώτης, ταξιδιώτης του χρόνου ο σταλόνε, ταξιδιώτης του χρόνου, ταξιδιώτης του παντός στιχοι, ταξιδιώτης του παντός, ταξιδιώτης του ονείρου, ταξιδιώτης στα ρωσικά, коммивояжер στα ελληνικά
ταξιδιώτης στα ρωσικά