lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ταράζω στα ουκρανικά

Λέξη:
ταράζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
залийте, потрясати, потрясіть, поштовх, приголомшити, приголомшувати, струс, удар, шок, шокувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ταράζω, ταράζω τα νερά στα αγγλικά, ταράζω τα νερά, ταράζω συνωνυμα, ταράζω στα ουκρανικά, залийте στα ελληνικά
ταράζω στα ουκρανικά