lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ταράζω στα τσεχική

Λέξη:
ταράζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (29):
diskutovat, houpat, klátit, kolébat, lomcovat, mávat, natřásat, natřást, oklepat, otřepat, otřást, pobouřit, pobuřovat, potřásat, rozbouřit, rozechvívat, rozechvět, rozkolísat, rozrušit, třepat, třást, viklat, vytřepat, vzrušit, zalomcovat, zatřást, zmítat, znepokojit, znepokojovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ταράζω, ταράζω τα νερά στα αγγλικά, ταράζω τα νερά, ταράζω συνωνυμα, ταράζω στα τσεχική, diskutovat στα ελληνικά
ταράζω στα τσεχική