lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τυπώνω στα ουκρανικά

Λέξη:
τυπώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (15):
вражати, вразити, відбиток, відтиск, друк, друкувати, зараз, клеймо, надрукувати, печатати, проштемпелювати, тавро, шрифт, штемпель, штемпелювати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τυπώνω, τυπώνω πληρώνω, τυπώνω μπλουζάκια, τυπώνω ζωγραφιές, τυπώνω στα ουκρανικά, вражати στα ελληνικά
τυπώνω στα ουκρανικά