lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φημισμένος στα ουκρανικά

Λέξη:
φημισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (26):
акуратний, видатний, видний, випнутий, витончений, гарний, гарно, знаменитий, красивий, лагідний, милий, невиконаний, несплачений, прекрасний, приємний, прославлений, підвищений, ретельний, симпатичний, славен, славетний, славний, славнозвісний, тактовний, уславлений, хороший
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά φημισμένος, φημισμένος συνώνυμο, φημισμένος συνώνυμα, φημισμένος κόκορας, φημισμένος στα ουκρανικά, акуратний στα ελληνικά
φημισμένος στα ουκρανικά