lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φημισμένος στα πορτογαλικά

Λέξη:
φημισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
afamado, célebre, eminente, esclarecido, famoso, glorioso, ilustre, insigne
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά φημισμένος, φημισμένος συνώνυμο, φημισμένος συνώνυμα, φημισμένος κόκορας, φημισμένος στα πορτογαλικά, afamado στα ελληνικά
φημισμένος στα πορτογαλικά