lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φυλαχτό στα ουκρανικά

Λέξη:
φυλαχτό (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
амулет, ліки, медицина, препарат, фетиш, чари
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά φυλαχτό, φυλαχτό στα αγγλικα, φυλαχτό ονειροκρίτης, φυλαχτό να τη φυλάει, φυλαχτό μπολάνιο, φυλαχτό μετάφραση, φυλαχτό στα ουκρανικά, амулет στα ελληνικά
φυλαχτό στα ουκρανικά