lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χωλαίνω στα ουκρανικά

Λέξη:
χωλαίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (16):
безвільний, зупинити, зупинитися, зупинка, зупиняти, зупинятися, кульгавість, кульгайте, кульгати, скакати, скакнути, слабкий, стрибати, стрибнути, стрибок, шкутильгати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά χωλαίνω, χωλαίνω συνώνυμα, χωλαίνω σημασια, χωλαίνω λεξικό, χωλαίνω ετυμολογια, χωλαίνω στα ουκρανικά, безвільний στα ελληνικά
χωλαίνω στα ουκρανικά