lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πήζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abate, bias, coagulate, curdle, decapitate, fell, log
πήζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kácet, porazit, skolit, srazit, srážet, tuhnout, zastavit, ztuhnout
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abschneiden, fällen, gerinnen, hauen, niederschlagen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
oste, størkne
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
coagular, coagularse, congelar, cortar, cuajar, decapitar, talar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abattre, cailler, chanfreiner, chapeler, chaumer, coaguler, congeler, coupe, couper, décapiter, figer, smasher, tronquer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abbattere, mietere, schiacciare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
felle, oste, størkne
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обезглавливать, срезать, срезывать
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyydyttää, kaataa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oboriti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abater, coagular, decapitar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ścinać

Σχετικές λέξεις

πήζω γιαούρτι, πήζω τυρί, πήζω english, παίζω συνώνυμα, πήζω μετάφραση, πήζω slang, εκ πήζω