lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: παρατείνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
elongate, extend, lengthen, overrun, prolong, protract, renew
παρατείνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
napnout, nastavit, natahovat, natáhnout, prodloužit, prodlužovat, prolongovat, protahovat, protáhnout, roztáhnout
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dehnen, strecken, verlängern
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alargar, alargarse, prolongar, prolongarse
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
allonger, fuselęr, prolonger, rallonger, étendre, étirer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
allungare, prolungare, protrarre, stendere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
drøye, forlenge, lenges, vara
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
продлевать, продолжать, удлинять
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förlänga, förlängas, vara
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtrij
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
адтэрміноўваць, падаўжаць, прадаўжаць, працягваць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jatkaa
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elnyújtani, hosszabbodik, hosszabbít, meghosszabbítani
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alargar, prolongar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
prelungi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
подовжити, подовжувати, поширити, поширювати, продовжити, продовжте, продовжтеся, простиратися, простягати, простягатися, простягнути, простягнутися, протягати, розтягнути, розтягувати, розширений, розширяти, сягати, тривайте
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przedłużać, wydłużać

Σχετικές λέξεις

προτείνω συνώνυμα, παρατείνω στα αγγλικα, συνώνυμο προτείνω