lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανακαλώ στα πολωνική

Λέξη:
ανακαλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (4):
anulować, skasować, unieważniać, unieważnić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική ανακαλώ, ανακαλώ συνώνυμο, ανακαλώ συνώνυμα, ανακαλώ στη μνήμη, ανακαλώ στα αγγλικά, ανακαλώ λεξικό, ανακαλώ στα πολωνική, anulować στα ελληνικά
ανακαλώ στα πολωνική