lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ντροπαλός στα πολωνική

Λέξη:
ντροπαλός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (4):
bojaźliwy, lękliwy, skromny, wstydliwy
Σχετικές λέξεις:
πολωνική ντροπαλός, ντροπαλός συνώνυμο, ντροπαλός συνώνυμα, ντροπαλός σκορπιός, ντροπαλός ελευσίνας, ντροπαλός αντίθετο, ντροπαλός στα πολωνική, bojaźliwy στα ελληνικά
ντροπαλός στα πολωνική