lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ντροπαλός στα γαλλικά

Λέξη:
ντροπαλός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (21):
appréhensif, chaste, craintif, décent, effacé, frugal, honteux, humble, inavouable, modeste, modique, méticuleux, ombrageux, peureux, pudibond, pudique, sage, sobre, timide, traqueur, vergogneux
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά ντροπαλός, ντροπαλός συνώνυμο, ντροπαλός συνώνυμα, ντροπαλός σκορπιός, ντροπαλός ελευσίνας, ντροπαλός αντίθετο, ντροπαλός στα γαλλικά, appréhensif στα ελληνικά
ντροπαλός στα γαλλικά