lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ντροπαλός στα γερμανικά

Λέξη:
ντροπαλός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (16):
anspruchslos, bescheiden, demütig, furchtsam, genügsam, keusch, klein, knapp, schamhaft, scheu, schlicht, schüchtern, simpel, verschämt, zaghaft, ängstlich
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ντροπαλός, ντροπαλός συνώνυμο, ντροπαλός συνώνυμα, ντροπαλός σκορπιός, ντροπαλός ελευσίνας, ντροπαλός αντίθετο, ντροπαλός στα γερμανικά, anspruchslos στα ελληνικά
ντροπαλός στα γερμανικά