lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: όροφος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deck, floor, storey, story, upstairs
όροφος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
etáž, patro, poschodí
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
etage, geschoß, stirnhöhle, stock, stockung, stockwerk
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
etage, våning
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
piso, planta
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
étage
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
piano
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
etasje, våning
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
этаж
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
våning
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kat
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
korrus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kerros
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kat
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
aukštas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
andar, planta
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
etaj
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поверх
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
piętro

Σχετικές λέξεις

όροφος κόρινθος, όροφος λεξικο, όροφος βικιλεξικο, όροφος ονειροκρίτης, όροφος σημασια, όροφος κλιση, τρίτος όροφος, πρώτος όροφος, 3ος όροφος, βιοκλιματικός όροφος