lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ράβω στα πολωνική

Λέξη:
ράβω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (3):
stebnować, szyć, zszywać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική ράβω, ράβω φόρεμα, ράβω φούστα, ράβω τα ρούχα μου, ράβω ρούχα, ράβω πλέκω 7 μέρες tv, ράβω στα πολωνική, stebnować στα ελληνικά
ράβω στα πολωνική