lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκαλίζω στα πολωνική

Λέξη:
σκαλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (4):
rzeźbić, wycinać, wyrzeźbić, wyrzynać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική σκαλίζω, σκαλίζω τη μύτη μου, σκαλίζω συνώνυμα, σκαλίζω στα πολωνική, rzeźbić στα ελληνικά
σκαλίζω στα πολωνική