lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκαλίζω στα ρωσικά

Λέξη:
σκαλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (5):
ваять, вырезать, высекать, вырезывать, изваять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά σκαλίζω, σκαλίζω τη μύτη μου, σκαλίζω συνώνυμα, σκαλίζω στα ρωσικά, ваять στα ελληνικά
σκαλίζω στα ρωσικά