lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εργασία στα δανική

Λέξη:
εργασία (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (18):
anvendelse, arbejd, arbejde, beliggenhed, benyttelse, beskæftigelse, beslag, bestilling, besættelse, brug, brusk, embede, job, jobbe, opgave, post, stilling, værk
Σχετικές λέξεις:
δανική εργασία, εργασία τώρα, εργασία στο εξωτερικό για έλληνες 2014, εργασία στο εξωτερικό, εργασία στην ελλάδα, εργασία στην αγγλία, εργασία στα δανική, anvendelse στα ελληνικά
εργασία στα δανική