lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάρβαρος στα πορτογαλικά

Λέξη:
βάρβαρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
atroz, bravio, bárbaro, cruel, desalmado, feroz, furioso, gentio, inclemente, inumano, selvagem
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά βάρβαρος, φυτό βάρβαρος, ευγενής βάρβαρος, βάρβαρος συνώνυμα, βάρβαρος συνωνυμο, βάρβαρος ετυμολογία, βάρβαρος στα πορτογαλικά, atroz στα ελληνικά
βάρβαρος στα πορτογαλικά