lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάρβαρος στα ρωσικά

Λέξη:
βάρβαρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
варвар, дикий, жестокий, свирепый, дикарь, зверский, изуверский, кровавый
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά βάρβαρος, φυτό βάρβαρος, ευγενής βάρβαρος, βάρβαρος συνώνυμα, βάρβαρος συνωνυμο, βάρβαρος ετυμολογία, βάρβαρος στα ρωσικά, варвар στα ελληνικά
βάρβαρος στα ρωσικά