lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπόριο στα πορτογαλικά

Λέξη:
εμπόριο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
circulação, comerciar, comercio, comércio, contratar, feriar, negocio, negócio, traficar, tráfego, tráfico, vender
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εμπόριο, εμπόριο υφασμάτων, εμπόριο τροφίμων, εμπόριο σιδήρου, εμπόριο ρύπων, εμπόριο οργάνων, εμπόριο στα πορτογαλικά, circulação στα ελληνικά
εμπόριο στα πορτογαλικά