lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπόριο στα τσεχική

Λέξη:
εμπόριο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (11):
doprava, jednat, kramařit, kupčit, kšeftovat, obchod, obchodovat, obchodování, provoz, čachrovat, čachrování
Σχετικές λέξεις:
τσεχική εμπόριο, εμπόριο υφασμάτων, εμπόριο τροφίμων, εμπόριο σιδήρου, εμπόριο ρύπων, εμπόριο οργάνων, εμπόριο στα τσεχική, doprava στα ελληνικά
εμπόριο στα τσεχική