lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμψυχώνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
εμψυχώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (20):
acirrar, activar, alegrar, animar, avivar, azular, despertar, encorajar, estimular, excitar, impelir, incentivar, incitar, instigar, provocar, reanimar, reavivar, respeitar, suscitar, vivificar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εμψυχώνω, εμψυχώνω συνώνυμο, εμψυχώνω συνώνυμα, εμψυχώνω στα αγγλικα, εμψυχώνω στα πορτογαλικά, acirrar στα ελληνικά
εμψυχώνω στα πορτογαλικά