lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμψυχώνω στα φινλανδικά

Λέξη:
εμψυχώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (10):
elvyttää, havahduttaa, herättää, piristää, virvoittaa, ärsyttää, kiihottaa, pakottaa, usuttaa, yllyttää
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά εμψυχώνω, εμψυχώνω συνώνυμο, εμψυχώνω συνώνυμα, εμψυχώνω στα αγγλικα, εμψυχώνω στα φινλανδικά, elvyttää στα ελληνικά
εμψυχώνω στα φινλανδικά