lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμψυχώνω στα ρωσικά

Λέξη:
εμψυχώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
живить, одушевлять, оживить, оживлять, олицетворять, возбуждать, вызывать, побуждать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά εμψυχώνω, εμψυχώνω συνώνυμο, εμψυχώνω συνώνυμα, εμψυχώνω στα αγγλικα, εμψυχώνω στα ρωσικά, живить στα ελληνικά
εμψυχώνω στα ρωσικά