lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενώνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
ενώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (19):
abado, acrescentar, adicionar, agregar, agregares, aliar, alunar, anexar, combinar, conectar, consolidar, enlaçar, juntar, ligar, misturar, reunir, soldar, unificar, unir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ενώνω, πως ενώνω, ενώνω τις τελείες, ενώνω τελείες, ενώνω τελίτσες, ενώνω τα γράμματα, ενώνω στα πορτογαλικά, abado στα ελληνικά
ενώνω στα πορτογαλικά