lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βερνίκι στα πορτογαλικά

Λέξη:
βερνίκι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
charola, colore, cor, laca, matiz, pintura, púrpura, timbre, tinta, tintura, tono, verniz
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά βερνίκι, βερνίκι υψηλής θερμοκρασίας, βερνίκι πολυουρεθάνης, βερνίκι ξύλου τιμή, βερνίκι ξύλου, βερνίκι νυχιών, βερνίκι στα πορτογαλικά, charola στα ελληνικά
βερνίκι στα πορτογαλικά