lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατευνάζω στα φινλανδικά

Λέξη:
κατευνάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (8):
lepyttää, huojentaa, lieventää, hillitä, hiljentää, tyydyttää, helpottaa, vaimentaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά κατευνάζω, κατευνάζω τα πνεύματα, κατευνάζω συνώνυμα, κατευνάζω αντωνυμο, κατευθύνω συνωνυμο, κατευθύνω βικιλεξικο, κατευνάζω στα φινλανδικά, lepyttää στα ελληνικά
κατευνάζω στα φινλανδικά