lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καυτός στα πορτογαλικά

Λέξη:
καυτός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (29):
acalorado, acre, adiado, afiado, afilado, agudo, austero, bronco, brusco, cortante, forte, incisivo, inclemente, intenso, mordaz, penetrante, perspicaz, picante, pontiagudo, pronunciado, rigoroso, rodo, rígido, ríspido, sacudido, safio, severo, violento, áspero
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά καυτός, καυτόσ πάγοσ, καυτός χορός της κατερίνας στικούδη με την ευαγγελία αραβανή, καυτός συνώνυμα, καυτός ορίζοντας, καυτός στα πορτογαλικά, acalorado στα ελληνικά
καυτός στα πορτογαλικά