lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεγέθυνση στα πορτογαλικά

Λέξη:
μεγέθυνση (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
ampliação, aumento, crescimento, engrandecimento, incremento, subida
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μεγέθυνση, μεγέθυνση φωτογραφίας, μεγέθυνση του πέους με φυσικό τρόπο, μεγέθυνση της βαλάνου, μεγέθυνση συνώνυμα, μεγέθυνση πέους χωρίς προσπάθεια στο σπίτι, μεγέθυνση στα πορτογαλικά, ampliação στα ελληνικά
μεγέθυνση στα πορτογαλικά