lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δικάζω στα νορβηγικά

Λέξη:
δικάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (13):
anse, anta, bedømme, beregne, døma, dømme, fordømme, mena, mene, plante, synes, tenke, tro
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά δικάζω, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω translated, δικάζω στα νορβηγικά, anse στα ελληνικά
δικάζω στα νορβηγικά