lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σίγουρος στα πορτογαλικά

Λέξη:
σίγουρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (27):
abonado, algum, alguém, autêntico, certamente, certo, concreto, consistente, constante, contínuo, enésimo, feramente, fiambre, fidedigno, figo, firme, indubitável, positivo, preciso, probo, salvo, seguro, solvente, sólido, um, uma, uno
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά σίγουρος, σπύρος σίγουρος, σίγουρος συνώνυμα, σίγουρος στα αγγλικά, σίγουρος γαλλικά, σίγουρος αντώνυμα, σίγουρος στα πορτογαλικά, abonado στα ελληνικά
σίγουρος στα πορτογαλικά